συμφιλιώνομαι

συμφιλιώνομαι
συμφιλιώνομαι, συμφιλιώθηκα, συμφιλιωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • προκαταλλάσσομαι — Α 1. συνδιαλλάσσομαι και γίνομαι διαλλακτικός εκ τών προτέρων 2. συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι εκ τών προτέρων 3. γίνομαι αντικείμενο προσυμφωνίας 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) προκατηλλαγμένος (για χρόνο) ο εκ τών προτέρων συμφωνημένος, από πριν… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταλλάττομαι — Α·1. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι επιπρόσθετα 2. συμβιβάζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλλάττομαι «ανταλλάσσω, συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …   Dictionary of Greek

  • αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… …   Dictionary of Greek

  • αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… …   Dictionary of Greek

  • αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αντικαταλλάσσομαι — ἀντικαταλλάσσομαι κ. ττομαι (Α) 1. ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο 2. δέχομαι κάτι ως αντάλλαγμα 3. αντικαθιστώ, αναπληρώνω 4. συνδιαλ λάσσομαι, συμφιλιώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”